- κρεωβορία
- κρεωβορία, ή (AM)βλ. κρεοβορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοβορία — και κρεωβορία, ἡ (AM) η κρεατοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόρος ο τ. κρεωβορία εμφανίζει α συνθετικό κρεω , για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek